κάλικο

κάλικο
και καλικό, τό
είδος βαμβακερού υφάσματος που έχει διάφορες ονομασίες, αναλόγως τού πάχους του, όπως μαδαπολάμι, πανί, τσίτι, χασές κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. calico < Calicut «Κάλικατ» (ονομ. πόλεως τής Ν. Ινδίας)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κάμποτ — το (ακλ.) είδος αλεύκαστου βαμβακερού υφάσματος απλής υφάνσεως, το οποίο χρησιμοποιείται για εσώρουχα ή σεντόνια, αλλ. καλικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. cabot] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”